ενεστώτας cut across
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts across
αόριστος cut across
παθητική μετοχή cut across
ενεργητική μετοχή cutting across

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cut across < → δείτε τις λέξεις cut και across

cut across (en)

  • κόβω μέσα από κάτι, διασχίζω, περνάω απέναντι κάτι για να κάνω το δρόμο μου πιο σύντομο
    ⮡  I cut across the fields.
    Έκοψα μέσα από/Διέσχισα τα χωράφια.