cul-rouge
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cul-rouge | culs-dorés |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cul-rouge (fr) αρσενικό
- (πτηνό) είδος λεπιδόπτερου που το πίσω μέρος του σώματός του καλύπτεται από καφετιές τριχίτσες
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cul-rouge | culs-dorés |
cul-rouge (fr) αρσενικό