ενικός         πληθυντικός  
crissement crissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crissement (fr) αρσενικό

  1. η στριγκλιά, το ξεφωνητό, το τρίξιμο
  2. (μεταφορικά) le crissement des pneus sur la chaussée - το στρίγγλισμα των ελαστικών στο οδόστρωμα