craquelage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
craquelage | craquelages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
craquelage (fr) αρσενικό
- το ράγισμα της πορσελάνης, η διαδικασία με την οποία δημιουργούνται τεχνητά ραγίσματα στην επιφάνειά της
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη craqueler