créditeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- créditeur < crédit
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | créditeur | créditeurs |
θηλυκό | créditrice | créditrices |
créditeur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | créditeur | créditeurs |
θηλυκό | créditrice | créditrices |
créditeur (fr)