Ετυμολογία

επεξεργασία
crédible < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁe.dibl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crédible crédibles

crédible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία