Δείτε επίσης: crème fraîche

  Ετυμολογία

επεξεργασία
crème fraiche < crème + fraiche

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
crème fraiche crèmes fraiches

crème fraiche (fr) θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία