couple with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | couple with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | couples with |
αόριστος | coupled with |
παθητική μετοχή | coupled with |
ενεργητική μετοχή | coupling with |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcouple with (en)
- συνοδεύω, για ένα πράγμα, κατάσταση κτλ. που συνδέεται με άλλο πράγμα, κατάσταση κτλ.
- ⮡ When poverty is coupled with a lack of education…
- Όταν η φτώχεια συνοδεύεται από αμορφωσιά…
- ⮡ When poverty is coupled with a lack of education…