Γαλλικά (fr) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
coulisseau coulisseaux

  Ουσιαστικό επεξεργασία

coulisseau (fr) αρσενικό

  1. μικρός μεταλλικός « οδηγός » πάνω ή μέσα στον οποίο μπορεί να γλιστρά ένα εξάρτημα
  2. το ίδιο το εξάρτημα που γλιστρά πάνω ή μέσα στον παραπάνω « οδηγό »

Συγγενικά επεξεργασία