coulisseau
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coulisseau | coulisseaux |
Ουσιαστικό επεξεργασία
coulisseau (fr) αρσενικό
- μικρός μεταλλικός « οδηγός » πάνω ή μέσα στον οποίο μπορεί να γλιστρά ένα εξάρτημα
- το ίδιο το εξάρτημα που γλιστρά πάνω ή μέσα στον παραπάνω « οδηγό »
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη coulisser