coulissant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coulissant | coulissants |
θηλυκό | coulissante | coulissantes |
Επίθετο επεξεργασία
coulissant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη coulisser
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coulissant | coulissants |
θηλυκό | coulissante | coulissantes |
coulissant (fr)