Ετυμολογία

επεξεργασία
couardise < couard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
couardise couardises

couardise (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία