Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cotonnier cotonniers

cotonnier (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) βαμβακιά

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cotonnier cotonniers
θηλυκό cotonnière cotonnières

cotonnier (fr)

  1. εργάτης του βαμβακιού
  2. σχετικός με το βαμβάκι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη coton