coscénariste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- coscénariste < co- + scénariste
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coscénariste | coscénaristes |
coscénariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δεύτερος σεναριογράφος, που γράφει ένα σενάριο μαζί με κάποιον άλλο, συνσεναριογράφος