ενικός         πληθυντικός  
corrida corridas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

corrida (fr) θηλυκό

  1. η ταυρομαχία
  2. (μεταφορικά) η ανακατωσούρα, η βαβούρα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
corrida corridas

corrida (pt) θηλυκό

  1. η ταυρομαχία