Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
corporatisme corporatismes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corporatisme (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) θεωρία που βασίζει την οικονομική και κοινωνική οργάνωση στην συντεχνιακή δομή των επαγγελμάτων
  2. συντεχνιακή αντίληψη

Συγγενικά επεξεργασία