corporatisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
corporatisme | corporatismes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
corporatisme (fr) αρσενικό
- (οικονομία) θεωρία που βασίζει την οικονομική και κοινωνική οργάνωση στην συντεχνιακή δομή των επαγγελμάτων
- συντεχνιακή αντίληψη