Ετυμολογία

επεξεργασία
cornue < cornu

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔʁ.ny/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cornue cornues

cornue (fr) θηλυκό

  1. (χημεία) δοχείο με κερατοειδή στενόμακρο λαιμό που χρησιμεύει στην απόσταξη
  2. (τεχνολογία) φούρνος για απόσταξη

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία