cornue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- cornue < cornu
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cornue | cornues |
cornue (fr) θηλυκό
- (χημεία) δοχείο με κερατοειδή στενόμακρο λαιμό που χρησιμεύει στην απόσταξη
- (τεχνολογία) φούρνος για απόσταξη