cornemuseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cornemuseur < cornemuse
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔʁ.nə.my.zœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cornemuseur | cornemuseurs |
cornemuseur (fr) αρσενικό
- οργανοπαίκτης που παίζει γκάιντα