Ετυμολογία

επεξεργασία
cordée < corde

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cordée cordées

cordée (fr) θηλυκό

  1. (αλπινισμός) ομάδα σχοινοσυντρόφων
    premier de cordée - ο πρώτος σχοινοσύντροφος