cordée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cordée < corde
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cordée | cordées |
cordée (fr) θηλυκό
- (αλπινισμός) ομάδα σχοινοσυντρόφων
- premier de cordée - ο πρώτος σχοινοσύντροφος
ενικός | πληθυντικός |
cordée | cordées |
cordée (fr) θηλυκό