converter
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
converter | converters |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
converter (en)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- analog-to-digital converter (ADC)
- digital-to-analog converter (DAC)
- catalytic converter