Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
converter converters

  Ετυμολογία επεξεργασία

converter < convert + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

converter (en)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία