contrefacteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- contrefacteur < → δείτε τις λέξεις contrefaire και facteur
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔ̃t.ʁə.fak.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrefacteur | contrefacteurs |
θηλυκό | contrefactrice | contrefactrices |
contrefacteur (fr) αρσενικό