contre-datation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
contre-datation | contre-datations |
contre-datation (fr) θηλυκό
- η αλλαγή της ημερομηνίας που έχει καταγραφεί
ενικός | πληθυντικός |
contre-datation | contre-datations |
contre-datation (fr) θηλυκό