ενικός         πληθυντικός  
contradicteur contradicteurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contradicteur (fr) αρσενικό

  1. ο αντιλέγων, ο αντίπαλος
  2. (νομικός όρος) les contradicteurs: δύο αντίπαλοι που συναντιούνται σε μια δίκη

Συγγενικά

επεξεργασία