contemplateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contemplateur | contemplateurs |
θηλυκό | contemplatrice | contemplatrices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
contemplateur (fr)
- αυτός που ρεμβάζει, που χάνεται στις σκέψεις του, που ατενίζει το περιβάλλον του
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη contempler