construction worker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
construction worker | construction workers |
Ετυμολογία
επεξεργασία- construction worker < → δείτε τις λέξεις construction και worker
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαconstruction worker (en)
- (επάγγελμα, οικοδομική) ο οικοδόμος