consist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | consist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consists |
αόριστος | consisted |
παθητική μετοχή | consisted |
ενεργητική μετοχή | consisting |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαconsist (en)
ενεστώτας | consist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consists |
αόριστος | consisted |
παθητική μετοχή | consisted |
ενεργητική μετοχή | consisting |
consist (en)