conjectural
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαconjectural (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conjectural | conjecturaux |
θηλυκό | conjecturale | conjecturales |
Επίθετο
επεξεργασίαconjectural (fr)
conjectural (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conjectural | conjecturaux |
θηλυκό | conjecturale | conjecturales |
conjectural (fr)