confiscable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confiscable | confiscables |
Επίθετο
επεξεργασίαconfiscable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κατασχεθεί, να δημευτεί
ενικός | πληθυντικός |
confiscable | confiscables |
confiscable (fr) αρσενικό ή θηλυκό