concordância
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- concordância < από το concordar
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concordância | concordâncias |
Ουσιαστικό επεξεργασία
concordância (pt)
- συμφωνία
- (γραμματική).....
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concordância | concordâncias |
concordância (pt)