discordância
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- discordância < από το discordar
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
discordância | discordâncias |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdiscordância (pt)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
discordância | discordâncias |
discordância (pt)