Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

compulsion < λατινική compulsio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ̃.pyl.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
compulsion compulsions

compulsion (fr) θηλυκό