compression
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcompression (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
compression | compressions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcompression (fr) θηλυκό
compression (en)
ενικός | πληθυντικός |
compression | compressions |
compression (fr) θηλυκό