compassionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compassionnel | compassionnels |
θηλυκό | compassionnelle | compassionnelles |
Επίθετο
επεξεργασίαcompassionnel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compassionnel | compassionnels |
θηλυκό | compassionnelle | compassionnelles |
compassionnel (fr)