ενικός         πληθυντικός  
companion companions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

companion (en)

  1. ο σύντροφος, η συντρόφισσα, ένα άτομο ή ένα ζώο που περνά πολύ χρόνο μαζί μου
    ⮡  The two are inseparable companions.
    Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι.
    ⮡  The dog is man’s loyal/inseparable companion.
    Ο σκύλος είναι ο πιστός/αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου.
    ⮡  (μεταφορικά) Poverty is his constant companion.
    Η φτώχεια είναι ο μόνιμος σύντροφός του.
  2. ο σύντροφος, η συντρόφισσα, ένα άτομο που μοιράζεται τις εμπειρίες μου, ειδικά όταν αυτές είναι ιδιαίτερα ευχάριστες ή δυσάρεστες
    ⮡  companions in suffering/exile - σύντροφοι στη δυστυχία/στην εξορία