compagnon de cordée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
compagnon de cordée | compagnons de cordée |
compagnon de cordée (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
compagnon de cordée | compagnons de cordée |
compagnon de cordée (fr) αρσενικό