Ετυμολογία

επεξεργασία
compagnon de cordée → δείτε τις λέξεις compagnon και cordée

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
compagnon de cordée compagnons de cordée

compagnon de cordée (fr) αρσενικό