commutativité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commutativité | commutativités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
commutativité (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη commuter
ενικός | πληθυντικός |
commutativité | commutativités |
commutativité (fr) θηλυκό