ενεστώτας communicate
γ΄ ενικό ενεστώτα communicates
αόριστος communicated
παθητική μετοχή communicated
ενεργητική μετοχή communicating

communicate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) επικοινωνώ, ανταλλάσσω πληροφορίες, νέα, ιδέες, συναισθήματα κτλ.
    Did you communicate with your boss in Italy?
    Επικοινωνήσατε με το αφεντικό σας στην Ιταλία;
  2. (αμετάβατο) επικοινωνώ, έχω καλή σχέση γιατί μπορώ να καταλαβαίνω και να μιλάω για σκέψεις, συναισθήματα κτλ.
    I cannot communicate with you at all.
    Δεν μπορώ να επικοινωνήσω καθόλου μαζί σου.