Ετυμολογία

επεξεργασία
comminatoire < μεσαιωνική λατινική comminatorius < λατινική minari, απειλώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.mi.na.twa/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
comminatoire comminatoires

comminatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό