codfish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
codfish | codfish |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcodfish (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (ψάρι) ο μπακαλιάρος, ο βακαλάος
- ⮡ Large codfish are usually salted.
- Τους μεγάλους βακαλάους συνήθως τους παστώνουν.
- ⮡ Large codfish are usually salted.