coassurance
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ.a.sy.ʁɑ̃s/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coassurance | coassurances |
coassurance (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
coassurance | coassurances |
coassurance (fr) θηλυκό