ενικός         πληθυντικός  
cloud clouds

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cloud (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σύννεφο, το νέφος
    ⮡  There is a gray cloud in the sky.
    Ένα γκρι σύννεφο υπάρχει στον ουρανό.
  2. πιθανοσύνολο δεδομένων (παγκοσμίως έχει ασαφή όρια και δεν είναι στατικό)

Συγγενικά

επεξεργασία