cloud
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cloud | clouds |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcloud (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σύννεφο, το νέφος
- ⮡ There is a gray cloud in the sky.
- Ένα γκρι σύννεφο υπάρχει στον ουρανό.
- ⮡ There is a gray cloud in the sky.
- πιθανοσύνολο δεδομένων (παγκοσμίως έχει ασαφή όρια και δεν είναι στατικό)