cloisonné
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cloisonné | cloisonnés |
θηλυκό | cloisonnée | cloisonnées |
Επίθετο επεξεργασία
cloisonné (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη cloison
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cloisonné | cloisonnés |
θηλυκό | cloisonnée | cloisonnées |
cloisonné (fr)