cleave (en)

  1. διαχωρίζω, κόβω, αποκόπτω
    This peptide is cut, or cleaved, off a larger protein known as amyloid precursor protein. (από άρθρο με τίτλο "Key Alzheimer's protein found" που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του BBC στις 23 Οκτωβρίου 2009)
  2. ανοίγω (πχ μονοπάτι, σκάβοντας, κόβοντας δέντρα, πάγο κλπ)
    The doorway to the main stable was cleaved open by crowbars, and they cut off the rest of the padlocks to the other outbuildings. (από άρθρο με τίτλο "Riding equipment worth £30,000 stolen from Crowan" που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του BBC στις 2 Ιουνίου 2010)