ενεστώτας clean up
γ΄ ενικό ενεστώτα cleans up
αόριστος cleaned up
παθητική μετοχή cleaned up
ενεργητική μετοχή cleaning up

Ετυμολογία

επεξεργασία
clean up <  δείτε τις λέξεις clean και up