clean up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | clean up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cleans up |
αόριστος | cleaned up |
παθητική μετοχή | cleaned up |
ενεργητική μετοχή | cleaning up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
clean up (en)
ενεστώτας | clean up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cleans up |
αόριστος | cleaned up |
παθητική μετοχή | cleaned up |
ενεργητική μετοχή | cleaning up |
clean up (en)