circonstancié
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | circonstancié | circonstanciés |
θηλυκό | circonstanciée | circonstanciées |
Επίθετο
επεξεργασίαcirconstancié (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη circonstance
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | circonstancié | circonstanciés |
θηλυκό | circonstanciée | circonstanciées |
circonstancié (fr)