cipollina
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cipollina | cipolline |
Ετυμολογία επεξεργασία
- cipollina < cipolla + υποκοριστικό επίθημα -ina
Ουσιαστικό επεξεργασία
cipollina (it) θηλυκό
- (λαχανικό)
- το σχοινόπρασο
- το κρεμμυδάκι
Πηγές επεξεργασία
- cipollina - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).