cinéphage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cinéphage | cinéphages |
cinéphage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) αυτός που πάει να δει πολλά έργα στον κινηματογράφο
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cinéphage | cinéphages |
cinéphage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) που αρέσκεται να βλέπει πολλά έργα στον κινηματογράφο