Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁɔ.nɔ.me.tʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chronométrique chronométriques

chronométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χρονομετρικός
  2. του οποίου η διάρκεια έχει μετρηθεί με ακρίβεια

Συγγενικά

επεξεργασία