chronométrique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kʁɔ.nɔ.me.tʁik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chronométrique | chronométriques |
chronométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χρονομετρικός
- του οποίου η διάρκεια έχει μετρηθεί με ακρίβεια