chronométrage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chronométrage < chronométrer
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chronométrage | chronométrages |
chronométrage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
chronométrage | chronométrages |
chronométrage (fr) αρσενικό