ενικός         πληθυντικός  
chineur chineurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chineur (fr) αρσενικό

  1. άτομο που ψάχνει ευκαιρίες ανάμεσα σε αντικείμενα που εκτίθενται σε παζάρια, αγορές και παλαιοπωλεία
  2. (παρωχημένο) αλητάκος που κλέβει με το να αυξάνει δολίως τιμές σε προϊόντα προς πώληση