Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chauffeur < από το παλαιότερο chauffeur (θερμαστής) < chauffer + -eur

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃo.fœːʁ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chauffeur chauffeurs

chauffeur (fr) αρσενικό